μετωποσκοπία

μετωποσκοπία
η [μετωποσκόπος]
η τέχνη τής διάγνωσης τού χαρακτήρα ενός ατόμου με την εξέταση τού μετώπου ή και τών ρυτίδων του ή γενικά τής έκφρασης τού προσώπου, αλλ. μετωπομαντεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • AGYRTAE — Sortilegi, Circumforanei, in triviis olim atque aliis locis publicis prostantes, divinationes peragendô, credulo illudebant popello, uti per cos, quos Ceretanos Itali hodie vocant, lucri gratiâ χειρομαν είκ ac μετωποσκοπία exercetur: Utebantur… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μετωπομαντεία — η η μετωποσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπο + μαντεία (πρβλ. ονειρο μαντεία)] …   Dictionary of Greek

  • μετωποσκοπικός — ή, ό (Α μετωποσκοπικός, ή, όν) [μετωποσκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετωποσκοπία ή στον μετωποσκόπο («μετωποσκοπική μαντεία», Ιππόλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”